- αποκρυπτογραφώ
- -ησα, -ήθηκα, -φημένος, ερμηνεύω κρυπτογράφημα: Οι μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα κρυπτογραφήματα των πιθανών αντιπάλων τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.